γιουχάϊσμα

γιουχάϊσμα
το , γιουχάϊσμός ο освистывание, шиканье

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γιουχάϊσμα" в других словарях:

  • γιουχάισμα — το η αποδοκιμασία: Μόλις ο διαιτητής σφύριξε, τον άρχισαν στα γιουχαΐσματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γιουχαϊσμός — ο και γιουχάισμα, το θορυβώδης αποδοκιμασία με γιούχα …   Dictionary of Greek

  • πρόγκα — η, Ν 1. θορυβώδης αποδοκιμασία, ομαδικός χλευασμός, γιουχάισμα 2. αποπομπή, διώξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη η λ. προέρχεται από σλαβ. bruca «προσβλητική αποπομπή»] …   Dictionary of Greek

  • αποδοκιμασία — η απόρριψη, γιουχάισμα: Από τις συνεχείς αποδοκιμασίες ο ομιλητής αναγκάστηκε να σταματήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γιουχαϊσμός — ο το γιουχάισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»